νησιώτης

νησιώτης
(5ος αι.π.Χ.). Αθηναίος χαλκοπλάστης. Το όνομά του αναφέρεται πάντοτε μαζί με το όνομα του συνεργάτη του Κρίτιου. Οι δύο αυτοί καλλιτέχνες δημιούργησαν πολλά αξιόλογα έργα αλλά είναι γνωστοί κυρίως από το σύμπλεγμα των τυραννοκτόνων, που κατασκεύασαν σε αντικατάσταση ανάλογου έργου του Αντήνορα, το οποίο άρπαξαν οι Πέρσες στη διάρκεια της εισβολής τους στην Αθήνα. Το νέο αυτό έργο στήθηκε το 476-7 π.Χ. στην αγορά του Κεραμεικού. Σε αντίγραφο που βρίσκεται στο μουσείο της Νάπολης, οι δύο ήρωες απεικονίζονται να ορμούν με τα ξίφη στα χέρια. Ο μεγαλύτερος, ο Αριστογείτων, κρατάει το ξίφος του με κάποια προφύλαξη, ενώ ο Αρμόδιος το κραδαίνει ψηλά. Πιθανολογείται ότι η στάση των τυραννοκτόνων του Ν. και του Κρίτιου ήταν μίμηση εκείνης του συμπλέγματος του Αντήνορα. Νεωτερισμοί των δύο καλλιτεχνών εφαρμόστηκαν μόνο στις ανατομικές λεπτομέρειες, στα χαρακτηριστικά του κεφαλιού και στην έκφραση των μορφών.
* * *
και νησώτης, ο, θηλ. -ισσα (ΑΜ νησιώτης, Α δωρ. τ. νασιώτας, Α θηλ. νησιῶτις)
αυτός που κατοικεί ή γεννήθηκε σε νησί ή κατάγεται από νησί
αρχ.
1. μτφ. κολυμβητής
2. ως επίθ. α) νησιωτικός
β) αυτός που μοιάζει με νησί
3. προσωνυμία τού Απόλλωνος και τού Διονύσου στη Λοκρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. -ιώτης, κατά τα ιδ-ιώτης, στρατ-ιώτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νησιώτης — islander masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιώτης — ο θηλ. ιώτισσα ο κάτοικος νησιού ή αυτός που κατάγεται από νησί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νησιωτέων — νησιώτης islander masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιωτῶν — νησιώτης islander masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιῶται — νησιώτης islander masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιῶτιν — νησιώτης islander fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιῶτις — νησιώτης islander fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιώταις — νησιώτης islander masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιώτην — νησιώτης islander masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νησιώτιδας — νησιώτης islander fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”